locuacidad - ορισμός. Τι είναι το locuacidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι locuacidad - ορισμός


locuacidad      
sust. fem.
Calidad de locuaz
Locuacidad      
verborrea. Discurso desmesurado
locuacidad      
locuacidad f. Cualidad de locuaz.
. Notas de uso
Como no hay nombre de cualidad correspondiente a "hablador", se emplea a veces "locuacidad" como si lo fuera, a pesar de que "hablador" y "locuaz" no son palabras equivalentes.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για locuacidad
1. Delante del mantel, combina locuacidad y timidez en dosis justas.
2. Sus efectos aparecen apenas unos minutos después de consumirla: euforia, locuacidad, sociabilidad.
3. Ni siquiera el pollo con puré que lo esperaba en un restaurante, con Gastón Sessa en la misma mesa, cortó su locuacidad y amabilidad.
4. Considerando la locuacidad del discurso habitual del creador francés, la colección de otoño que ayer mostró habría de calificarla de comedida.
5. Es una sustancia estimulante, facilita la comunicación y altera la realidad, según la FAD, y sus efectos psicológicos suelen ser la irritabilidad, locuacidad, ansiedad y euforia.
Τι είναι locuacidad - ορισμός